- μετοικιστης
- μετοικιστήςμετ-οικιστής-οῦ ὅ заселяющий переселенцами
(οἰκισταὴ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἰκισταὴ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετοικιστής — μετοικιστής, ὁ (Α) [μετοικίζω] αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη … Dictionary of Greek
μετοικισταί — μετοικιστής emigrant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)